δραματοποιώ

δραματοποιώ
(Α δραματοποιῶ)
1. διασκευάζω μύθο ή οποιαδήποτε άλλη υπόθεση σε δράμα
2. δίνω δραματική (διαλογική) μορφή σε λογοτεχνικό έργο
νεοελλ.
παρουσιάζω κάποιο γεγονός πολύ σοβαρότερο απ' ό,τι πραγματικά είναι («μη δραματοποιείς την κατάσταση»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δραματοποιώ — δραματοποιώ, δραματοποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δραματοποιώ — δραματοποίησα, δραματοποιήθηκα, δραματοποιημένος 1. γράφω δράματα ή διασκευάζω μύθους ή άλλες υποθέσεις σε δράματα: Δραματοποίησε τη ζωή ενός διάσημου ποιητή. 2. δίνω σε κάποιο γεγονός δραματική, τραγική μορφή: Μη δραματοποιείς την κατάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • δραματουργώ — ( έω) (Α δραματουργῶ) δραματοποιώ αρχ. 1. παριστάνω στη σκηνή 2. εφευρίσκω, κατασκευάζω 3. μηχανεύομαι 4. παρουσιάζω δράμα στο θέατρο …   Dictionary of Greek

  • προσωποποιώ — προσωποποιῶ, έω, Ν ΜΑ [προσωποποιός) εμφανίζω άψυχο πράγμα ή αφηρημένη έννοια ως έμψυχο που μιλά και δρα, κάνω προσωποποίηση αρχ. 1. μεσ. προσωποποιοῡμαι, έομαι ταυτίζω ένα πρόσωπο με κάποιο άλλο 2. φρ. «διάλογον προσωποποιῶ» δραματοποιώ έναν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”