δραματοποιώ — δραματοποιώ, δραματοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δραματοποιώ — δραματοποίησα, δραματοποιήθηκα, δραματοποιημένος 1. γράφω δράματα ή διασκευάζω μύθους ή άλλες υποθέσεις σε δράματα: Δραματοποίησε τη ζωή ενός διάσημου ποιητή. 2. δίνω σε κάποιο γεγονός δραματική, τραγική μορφή: Μη δραματοποιείς την κατάσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
δραματουργώ — ( έω) (Α δραματουργῶ) δραματοποιώ αρχ. 1. παριστάνω στη σκηνή 2. εφευρίσκω, κατασκευάζω 3. μηχανεύομαι 4. παρουσιάζω δράμα στο θέατρο … Dictionary of Greek
προσωποποιώ — προσωποποιῶ, έω, Ν ΜΑ [προσωποποιός) εμφανίζω άψυχο πράγμα ή αφηρημένη έννοια ως έμψυχο που μιλά και δρα, κάνω προσωποποίηση αρχ. 1. μεσ. προσωποποιοῡμαι, έομαι ταυτίζω ένα πρόσωπο με κάποιο άλλο 2. φρ. «διάλογον προσωποποιῶ» δραματοποιώ έναν… … Dictionary of Greek